σάξ

σάξ
το άκλ. голубовато-зеленоватый цвет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σάξ" в других словарях:

  • σαξ — ο, η, το, Ν 1. γαλαζοπράσινος 2. το ουδ. ως ουσ. το σαξ το γαλαζοπράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saxe «είδος πορσελάνης με το συγκεκριμένο χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • σαξ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος χρώματος, ουρανί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαξ, Νέλυ — (Sachs). Σουηδέζα ποιήτρια και συγγραφέας, γερμανικής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1891. Έγραψε ποιήματα εμπνευσμένα από τη βιβλική και ιουδαϊκή παράδοση. Το 1966 μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ με τον Ισραηλινό ποιητή Ανιόν …   Dictionary of Greek

  • Σαξ, Χανς — (Sachs). Γερμανός ποιητής (Νυρεμβέργη 1494 1576). Έγραψε πάρα πολλά λυρικά ποιήματα καθώς και δράματα εμπνευσμένα από τις γερμανικές παραδόσεις του Μεσαίωνα. Από τους ήρωές του, ο Ρ. Βάγκνερ εμπνεύστηκε και έγραψε το μουσικό δράμα Οι αρχι… …   Dictionary of Greek

  • μπλε-σαξ — ο, η, το άκλ. αυτός που έχει γαλάζιο, ανοιχτό μπλε χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu saxe «σαξονικό μπλέ»] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κόμπουργκ — I (Coburg). Πόλη (42.798 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ιτς, στην κορυφή ενός λόφου ύψους 300 μ. Στην πόλη εδρεύουν βιομηχανίες υφασμάτων, κεραμικής, πορσελάνης και επίπλων. Το Κ. αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • Ερνέστος — (Ernest). Όνομα δουκών του δουκάτου Σαξ Κόμπουργκ Γκότα. 1. Ε. A’ (1784 – 1844). Ήταν ο ιδρυτής του οίκου του Σαξ Κόμπουργκ Γκότα και το 1826, μετά την παρακμή του οίκου Γκότα, προσάρτησε τα εδάφη του στο δουκάτο του. 2. Ε. B’ (1818 – 1893). Γιος …   Dictionary of Greek

  • Καρλότα — (Charlotta). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμονίδων και πριγκιπισσών. 1. Κ. (15ος αι.). Βασίλισσα της Κύπρου (1456 60), κόρη του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Γ’. Διαδέχθηκε τον πατέρα της το 1456 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον κόμη της Γενεύης Λουδοβίκο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»